- χαλκοπωγων
- χαλκοπώγωνχαλκο-πώγων-ωνος adj. (лат. ahenobarbus) меднобородый, т.е. рыжебородый Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
χαλκοπώγων — Ahenobarbus masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκοπώγων — ωνος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει χαλκόχρωμο πώγωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πώγων (πρβλ. δασυ πώγων, τραγο πώγων)] … Dictionary of Greek
χαλκοπώγωνα — χαλκοπώγων Ahenobarbus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκοπώγωνος — χαλκοπώγων Ahenobarbus masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek